Είναι πλάνη να θεωρούμε πως η βιομηχανική παραγωγή, η οποία σημείωσε ανάπτυξη στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 50, δεν είχε ευεργετικές επιδράσεις πάνω στη ζωή των ανθρώπων. Αποτέλεσε το όπλο για την επιβίωση του και συνέβαλε στην απόκτηση της αυτονομίας του. Η ανάπτυξη αυτή προδιέγραφε ένα μέλλον ευοίωνο και άνοιγε νέους ορίζοντες τόσο για τον καθημερινό βίο των ανθρώπων όσο και για την ενδυνάμωση της χώρας γενικότερα.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι πρώτες βιομηχανικές επιχειρήσεις
παρουσιάζονται στην Ελλάδα το 1920. Από το 1933 η ελληνική βιομηχανία
αναπτύσσεται περισσότερο με τον περιορισμό των εξαγωγών από τις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες με απότοκο την απόκτηση μιας σχετικής αυτάρκειας.
Μάλιστα μεταξύ του 1950-1973 ο μέσος όρος οικονομικής ανάπτυξης της
χώρας κυμαινόταν γύρω στο 7% όντας ο δεύτερος στον κόσμο μετά από αυτόν
της Ιαπωνίας.
Η κατάσταση διαφοροποιείται δραματικά από τη δεκαετία του 80 και έπειτα.
Η ελληνική βιομηχανία καταγράφει επιδείνωση της λειτουργικής της
κερδοφορίας και υψηλές ζημιές. Η πτώση του όγκου παραγωγής σε συνδυασμό
με τη διόγκωση του χρηματοοικονομικού κόστους αντιστάθμισαν τα οφέλη
ανταγωνιστικότητας που προκάλεσαν μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα
προϊόντος καθώς και τα μέτρα περιστολής των δαπανών και αναδιάρθρωσης
των επιχειρήσεων. Άλλη μια σημαντική αιτία της κατάρρευσης της
βιομηχανικής παραγωγής και συνεπώς της εθνικής οικονομίας είναι η ένταξη
της Ελλάδας στη Νομισματική Ένωση καθώς και το υψηλό ενεργειακό
κόστος. Οι αρνητικοί δείκτες της βιομηχανίας όμως συνδέονται άρρηκτα με
την πρόθεση ξεπουλήματος της αυτόχθονας παραγωγής της χώρας και της
αντεθνικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών.
Η Ελληνική Αυγή για τη Στερεά Ελλάδα καταγγέλλει την περίπτωση της ΛΑΡΚΟ, η οποία εδρεύει στη Φθιώτιδα. Πρόκειται για έναν κολοσσό, μια βιομηχανία παραγωγής σιδηρονικελίου και ένα από τα πέντε μεγαλύτερα εργοστάσια παγκοσμίως.
Και αυτή, όπως και άλλες εταιρίες στην Ελλάδα, ήταν πάντα για τους
κυβερνώντες ένα ‘’μαγαζί’’ που λειτουργούσε ως άντρο
πελατειακών-ρουσφετολογικών σχέσεων. Μάλιστα αξίζει να τονιστεί πως η
Λαρκο έγινε μια από τις πρώτες υπό κρατικό έλεγχο εταιρίες που
χρησιμοποιήθηκε σαν ‘’όχημα’’ για τη μετάλλαξη των εργασιακών σχέσεων
(εργολαβίες, μπλοκ παροχής υπηρεσιών). Με τον διορισμό του κάθε
πολιτικού στελέχους του κυβερνώντος κόμματος στη θέση του προέδρου, του
διευθύνοντος συμβούλου ή του διευθυντή, με την προώθηση μόνο με
κομματικά κριτήρια των προαγωγών είτε του επιστημονικού είτε του
εργατικού δυναμικού, χάθηκε κάθε ίχνος αξιοκρατίας και υποτιμήθηκαν οι
ικανότητες των εργαζομένων που δούλεψαν σκληρά και τίμια για τη
διατήρηση αλλά και την πρόοδο της εταιρίας.
Η απαξίωση της Λάρκο καθώς και άλλων βιομηχανικών μονάδων της χώρας με τελικό σκοπό το ξεπούλημά τους,
η χαριστική και προκλητική παραχώρηση του ελληνικού χρυσού σε
διαπλεκόμενους επιχειρηματίες, η εδώ και σαράντα χρόνια μη αξιοποίηση
των υδρογονανθράκων αλλά και άλλων κοιτασμάτων ορυκτού πλούτου,
καταδεικνύουν την ‘’εγκληματική’’ πολιτική που ασκείται σε βάρος του
ελληνικού λαού αλλά και τους πραγματικούς στόχους των εθνοκτόνων
μνημονίων.
Το εθνικιστικό κίνημα θεωρεί ότι η εθνική αξιοποίηση του ορυκτού
πλούτου και η ουσιώδης στήριξη της ελληνικής βιομηχανίας δύναται να
γίνει ένας ισχυρός μοχλός εξόδου από την οικονομική κρίση. Σε
αυτή την προσπάθεια η Λάρκο επιβάλλεται να είναι μια από τις πρώτες
εταιρίες που θα πρέπει να στηριχτεί προκειμένου να αρχίσει η οικονομική
ανάκαμψη της χώρας.